- πενθημισπίθαμος
- -ον, Α αυτός που έχει μήκος ίσο με δυόμισυ σπιθαμές.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + ἡμισπίθαμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πενθημισπιθάμου — πενθημισπίθαμος spans long masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)